Περικλής Γιαννόπουλος ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ «IDEA»
(Ιανουάριος 2004)
Μπορεί να μοιάζει με παιχνίδι της μοίρας, με μια σειρά
συμπτώσεων που αποκαλούμε τύχη, μπορεί να έχει να κάνει με μια ανώτερη
μορφή διαίσθησης ή μπορεί απλά να δανείστηκα από τη δική μου
πραγματικότητα μια στιγμή έμπνευσης, που φέρει όνομα «Σοφία Λασκαρίδου».
Το όνομα μιας γυναίκας πρωτοπόρου στη τέχνη και τη ζωή, που πρόσφατα
«συνάντησε» ο νους μου και έγινε η αφορμή να δεχτεί η ψυχή μου το πιο
ηχηρό………μήνυμα σιωπής. Το οποίο και σας ζητώ να μοιραστούμε.
Νομίζω ότι είναι φορές που η μοίρα βάζει κάποιες ψυχές να
συναντηθούν για να ξεκινήσουν συντροφιά ένα αέναο ταξίδι στις
διαστάσεις του χρόνου. Κάπως έτσι είναι και δικαιώνεται το άπιαστο της
διαίσθησης και τα μεταφυσικά μας συναισθήματα. Αχόρταγη είναι τελικά η
αγάπη μας για το ωραίο και αψηλάφητη η εμπειρία μας στο παράδοξο.
Η Σόλωνος είναι ένας δρόμος, από τον οποίο σπάνια περνώ.
«Αλήθεια, πώς βρέθηκα σε κείνο το μικρό βιβλιοπωλείο –
παλαιοπωλείο;» αναρωτήθηκα. Παρότι είμαι τακτική επισκέπτρια τέτοιων
χώρων, ελάχιστες είναι οι φορές που θα σταματήσω σε κάποιο από τα
βιβλιοπωλεία τις συγκεκριμένης περιοχής.
Νιώθω πάντως να με θέλγουν τα παλιά βιβλία και
χρονογραφήματα, που, όταν τα πλησιάζεις, μυρίζουν ώριμο Φθινόπωρο,
αναπνέοντας τη μυστηριώδη θλίψη περασμένων εποχών και την λάμψη
ανήσυχων μυαλών, που αρνήθηκαν την φθορά και επιμένουν να «ανασαίνουν»
ανάμεσά μας.
Όμως τα βήματά μου επιφύλασσαν άλλον προορισμό…..
Στην είσοδο του βιβλιοπωλείου-παλαιοπωλείου, ακριβώς
δεξιά, βρισκόταν μια γυμνή φιγούρα με την πλάτη γυρισμένη στα
αδιάκριτα βλέμματα, φιλοτεχνημένη με κόκκινο κραγιόν.
Ρώτησα την εξυπηρετική κυρία ποιος είναι ο ζωγράφος.
«Η ζωγράφος» με διόρθωσε διακριτικά.
Ακούω τον εαυτό μου να επαναλαμβάνει περίπου υπνωτισμένα:
«Σοφία Λασκαρίδου…..Δεν την γνωρίζω»
«Ξέρετε δεν είναι εν ζωή»
Μέσα μου, οι χτύποι της καρδιάς μου, μου υπαγόρευαν να
ενδώσω σ’ αυτήν την απρόσμενη «συνάντηση» μεταξύ γυναικών με θέληση
στη ζωή.
«Μπορεί να μην την έχω ακουστά, αλλά μου αρέσει. Θα το πάρω…..».
ΣΩΜΑ ΑΘΑΝΑΤΟ
Ήμασταν πλέον μόνες. Εγώ κι εκείνη, νοερά απέναντί μου, μέσα
από ένα τέχνης σώμα αθάνατο και με μια επιτακτική ανάγκη από την
πλευρά μου να προσδιορίσω την μορφή της, τη θνητή ύπαρξή της, την
ανάσα της, που έδινε πνοή σε χρώματα και εικόνες.
Ο πίνακας, όσο τον παρατηρούσα, ένιωθα να με……… εξερευνά.
Αρχικά διέκρινα ένα λεκέ, που δεν ήταν άλλο παρά η άκρη
του μουστακιού ενός άνδρα, που προφανώς ανήκε σε μια……. σκονισμένη από
το πέρασμα του χρόνου εποχή. Ποιος ήταν όμως και πότε έζησε; Αλήθεια
πώς τόλμησε μια γυναίκα στο υπερσυντηρητικό παρελθόν να αποτυπώσει γυμνό
έναν άνδρα; Ποιο ήταν το τίμημα της επιλογής που έκανε η Λασκαρίδου
να αποτυπώσει με ειλικρίνεια αυτό που ενοχλεί, που εγείρει, που
προκαλεί ντροπή και ωστόσο, είναι ό,τι πιο φυσικό προσδιορίζει τον
άνθρωπο; Το σώμα του! Στο ιατρείο ζήτησα από την Αλίκη να ψάξει στο
internet για πληροφορίες. Η αλήθεια είναι ότι δεν τα πάω καλά με την
τεχνολογία…..Σε λίγο πήρα μια πρώτη γεύση.
Η Σοφία Λασκαρίδου
ήταν η πρώτη γυναίκα που έσπασε το άβατο της Σχολής καλών τεχνών, το
1903, χάρη στην προσωπική της δυναμική παρέμβαση προς τον τότε
βασιλέα, Γεώργιο τον Α’. Ήταν η πρώτη φορά που επετράπη στην Ελλάδα η
εισαγωγή γυναικών στην Σχολή Καλών Τεχνών.
Με συνεπήρε η δύναμη και το πείσμα της κόντρα στον υποκριτικό καθωσπρεπισμό των τότε κυρίαρχων θεσμών.
Τι ήταν όμως αυτό που προσέδιδε αυτή την περισσή γοητεία στη γυναίκα με το ανήσυχο άστρο των οραματιστών;
Διαβάζοντας για τη ζωή της, βρέθηκα αντιμέτωπη με την
ιδιόμορφη μετενσάρκωση μιας παρουσίας που είδε το φως της ημέρας το
1882 και έκλεισε για πάντα τα άγρυπνα, φλογισμένα μάτια της το 1965.
Αισθάνθηκα το σοφό χέρι της μητέρας της, Αικατερίνη Χριστομάνου,
καταξιωμένης παιδαγωγού, να την οδηγεί σε έναν κόσμο χωρίς διακρίσεις,
εκεί όπου τα όνειρα εκτοξεύουν χρώματα, οι φόβοι λυτρωτικές
Δημιουργίες και τα πρόσωπα συναίσθημα.
Σε μια ανδροκρατούμενη εποχή, όπου το ζητούμενο για μια
γυναίκα ήταν να αντλεί αναγνώριση και αποδοχή μέσα από τις οικιακές
ενασχολήσεις και την οικογένεια, ανήκε στη σφαίρα του φανταστικού –
για να μην πω του χυδαίου – η ενασχόληση των θυγατέρων με τις τέχνες.
Γι’ αυτό και μια τέτοια προτροπή από μητέρα σε κόρη εθεωρείτο – το
λιγότερο – παρακινδυνευμένη.
Ομολογώ ότι ήταν απρόσμενη αυτή η συνεύρεσή μου με το
κορίτσι με το πυρπολημένο βλέμμα και τη φλεγόμενη παλέτα, που μυείται
στη ζωγραφική από το Φωκά, το Χατζόπουλο, το Ροϊλό, το Βολανάκη, το
Λάντσα και τον E. Gillieron.
Παρακολουθώντας την να μεγαλώνει, ξέρω, όπως και εκείνη,
πως διαθέτει μια σπάνια μοναδικότητα, που την κάνει να ξεχωρίζει –
υπέρλαμπρη – από το όμορφο πλήθος γυναικών και ανδρών.
Γύρω στα 1900, την «συνοδεύω» στο κοσμικό Παρίσι, εκεί
όπου η πραγματικότητα διαθέτει περισσότερη φαντασία από την τέχνη,
αλλά η τέχνη αποδεικνύεται πιο……δυνατή από τη ζωή.
ΣΤΗ ΣΧΟΛΗ ΚΑΛΩΝ ΤΕΧΝΩΝ
Δάσκαλοι και καθοδηγητές της οι Β.Constant και J.P Laurens
της Academie Julian. Τρία χρόνια μετά, θα είναι η πρώτη γυναίκα στην
Ελλάδα που θα γίνει αποδεκτή για σπουδές στη Σχολή Καλών Τεχνών,
εξορκίζοντας την έως τότε ισχύουσα απαγορευτική, όσο και
εξευτελιστική, μεταχείριση των γυναικών.
Η πόρτα της Σχολής, που για πολλά χρόνια ήταν ερμητικά
κλειστή για τις γυναίκες, ξαφνικά άνοιξε διάπλατα, ανατρέποντας όσα
μέχρι εκείνη τη στιγμή θεωρούνταν κοινώς αποδεκτά από μια ολόκληρη
κοινωνία, που συστηματικά επέμενε να εθελοτυφλεί στα σημάδια πνοής των
νέων δεδομένων.
Ευτύχησε να έχει δασκάλους τις μορφές όπως ο Νικηφόρος Λύτρας και ο Γ. Ιακωβίδης.
Η αγάπη της για την τέχνη την οδήγησε στο Μόναχο, για μια
τριετή υποτροφία και αφού επέστρεψε για λίγο στην Ελλάδα, ξαναέφυγε
για το Παρίσι για την Academie de la Grande Chaumiere.
Μετά το 1915, θα εγκατασταθεί μόνιμα στην Αθήνα.
Ανυπότακτο πνεύμα και χαρισματική ζωγράφος, η Σοφία Λασκαρίδου «έπασχε»
από το σαράκι της δημιουργίας, γι’ αυτό και δεν είναι τυχαίο ότι άλλο
αυτά τα χρόνια της ζωής της πραγματοποίησε άπειρες ατομικές εκθέσεις
στην Ελλάδα και στο εξωτερικό.
Η γυναίκα αυτή, που όχι μόνον αναμετρήθηκε με την εποχή
της, αλλά κατάφερε και να της επιβληθεί, ήξερε να ζει έντονα,
γνωρίζοντας καλά τις συνέπειες της προσωπικής της επανάστασης και
ενίοτε ρισκάροντας να σηκώσει το βάρος της.
ΕΝΑ ΠΕΙΡΑΜΑ ΗΘΙΚΗΣ
Στο χρονολόγιο της πιστής φίλης, Τερέζας Δαμαλά, κόρης του διπλωμάτη Αριστείδη Δαμαλά, η Σοφία Λασκαρίδου αναφέρεται ως «αμαρτωλή κοσμική κυρία».
Για πάρα πολλά χρόνια, το γυναικείο φύλο, τόσο στις
κλειστές όσο και στις ανοιχτές κοινωνίες, πρωταγωνιστούσε σε σκάνδαλα
με θέμα την διαστρέβλωση της ηθικής, κάθε φορά που μία θηλυκή ύπαρξη
τολμούσε να «δανειστεί» ανδρικά πρότυπα και κεκτημένα και να τα
ενσωματώσει στη συμπεριφορά της. Το αποτέλεσμα ήταν στο τέλος να
υφίσταται έναν τυφλό λιθοβολισμό.
Ακόμη και πριν από λίγα χρόνια, οι γυναίκες που διέθεταν
μόρφωση και κατά συνέπεια διεκδικούσαν έναν πιο υγιή ρόλο μέσα στην
κοινωνία, θεωρούνται – και αντιμετωπίζονταν – ως γυναίκες ελευθέρων
ηθών. Αφού λοιπόν, εκτός από τις μητέρες και νοικοκυρές, μπορούσαν να
είναι συγχρόνως και προπομποί διάνοιας και προόδου, το τίμημα ήταν να
υποστούν την περιθωριοποίηση, στην οποία τις υπέβαλλε η κοινωνία.
Τελικά, αυτός ο γυμνός, δια χειρός Λασκαρίδου, άνδρας, που
αυτάρεσκα μου έχει την πλάτη γυρισμένη, αποτελεί ένα πείραμα ηθικής,
ένα παιχνίδι πρόκλησης, μια ευφάνταστη στιγμή δημιουργίας ή το
αποτύπωμα ενός απελπισμένου έρωτα;
Αναζητώντας να ανακαλύψω ακόμη περισσότερα πράγματα για
την Λασκαρίδου, περιέφερα το βλέμμα μου ξανά και ξανά στο ανδρικό σώμα
του πίνακα, που, όσο κι αν έλεγα, ότι ήταν πλέον κτήμα μου, στην
πραγματικότητα γνώριζα πως ανήκε παντοτινά σε κείνη. Το περιεχόμενο, όχι
η δημιουργία.
Το κατακόκκινο περίγραμμα που τον κρατούσε αιχμάλωτο στην
αιωνιότητα, νέο, μυώδη, γοητευτικό και άτρωτο, θα μπορούσε να έχει
προέλθει από εκαντοντάδες παθιασμένα φιλιά, που ανεξίτηλα σημάδεψαν με
τα χείλη της το κορμί του.
Συνειρμικά, ταύτισα το μοντέλο με τον ωραίο και
αλλοπαρμένο φιλέλληνα Περικλή Γιαννόπουλο, με τον οποίο είχε – όπως
της ταίριαζε άλλωστε – μια θυελλώδη, όσο και τραγική σχέση. Βρέθηκα στο
πατρικό της, στη συμβολή των οδών Φιλαρέτου και Λασκαρίδου, δρόμο που
από τότε είχε το όνομα της οικογενείας, προς τιμήν της μητέρας της.
Ο πατέρας της Λάσκαρης Λασκαρίδης, έμπορος στο Λονδίνο με
καταγωγή από την Τραπεζούντα, ήταν από τους πρώτους οικιστές της
Καλλιθέας, όπου έχτισε αυτό το σπίτι, στα μέσα της δεκαετίας του 1880,
ως εξοχική κατοικία.
Σήμερα παραμένει ένα από τα λίγα διατηρητέα που ανακαινίστηκαν στην Καλλιθέα και λειτουργεί ως μουσείο της Σοφίας Λασκαρίδου.
Ο κήπος, όμως, όπου περνούσε τα καλοκαίρια της, κάνοντας ατελείωτες
βόλτες με τον νάρκισσο Γιαννόπουλο, δεν υπάρχει πια. Και δεν είναι ο
μόνος…………
Όπως γράφει στο ημερολόγιό της, ανηφόριζαν συντροφιά με
τα πόδια την οδό που έφερε το όνομά της προς το λόφο του Φιλοπάππου,
«μέσα από ειδυλλιακά τοπία με πλούσια βλάστηση».
Μετά, περνούσαν τον Ιλισό, «πηδώντας τις στρογγυλές πέτρες των καθαρών νερών του».
Ο έρωτάς τους, δεν έμελλε να καταλήξει σε γάμο. Η Σοφία Λασκαρίδου απέρριψε την πρόταση που της έκανε ο Γιαννόπουλος, προτιμώντας να μείνει πιστή στην τέχνη της.
Ο Γιαννόπουλος, ενώ το λευκός του άλογο κάλπαζε στα
καταγάλανα νερά του Σκαραμαγκά και το ίππευε γυμνός, αυτοπυρπολήθηκε
στον κρόταφο, θέτοντας τέρμα και στην πολυτάραχη σχέση τους και στην
αδιέξοδη ζωή τους.
Μετά την αυτοκτονία του, η Σοφία Λασκαρίδου θα μετανιώσει, αλλά θα είναι πλέον απελπιστικά αργά.
ΜΙΑ ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΗ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΗΣ
Εκτός από γυναίκα και άνθρωπος, η Σοφία Λασκαρίδου διέφερε
και ως καλλιτέχνης. Υπήρξε η ζωγράφος που κάθε άλλο παρά στα εικαστικά
ρεύματα της εποχής της κινήθηκε, με ένα έργο αρκετά εκτεταμένο και
θεματολογικά και ποσοτικά. Και παρόλο που γαλουχήθηκε σε δύσκολες από
κάθε άποψη εποχές, παρέμεινε δυναμική, οραματίστρια και πρωτοπόρος.
Αφιερώθηκε στην τέχνη της για να δημιουργήσει έναν δικό
της κόσμο μορφών, μια μη πραγματικότητα, εντονότερη από την αλήθεια.
Εκεί μπορούσε, χωρίς περιορισμούς και αναστολές, να υλοποιήσει την
πίστη της στα ιδεώδη του ωραίου.
Τώρα καταλαβαίνω πώς βρέθηκε αυτός ο πίνακας στα χέρια μου.
Είμαι σίγουρη ότι επρόκειτο για μήνυμα σιωπής……………….
Η Σοφία Λασκαρίδου
μοιάζει να «διαισθάνθηκε» τις σκέψεις που ήθελα να αποτυπώσω σε αυτές
τις γραμμές για τη γυναίκα και έτσι, «ήρθε» να με συναντήσει. Επειδή
υπήρχε λόγος. Ήξερε ότι ήμουν στην αναζήτηση θέματος για να εγκαινιάσω
τη σελίδα με μια «Donna Manager».
Βαθιά μέσα μου πιστεύω πως το «γνώριζε», γι’ αυτό και το
επέβαλλε. Ίσως γι’ αυτό να έχω την αίσθηση πως μου κλείνει τώρα το
μάτι από τον ουρανό, από εκεί όπου οι προσευχές αποτελούν ένα
διορατικό διάλογο με εκλεκτούς φίλους και εξομολογήσεις σχεδόν
«μαγικές». |